πάρ-ᾱρος

πάρ-ᾱρος

πάρ-ᾱρος, ion. πάρηρος, wie παρήορος, verrückt, unsinnig, wahnsinnig, Theocr. 15, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιλαρός — ή, και ά, ό (ΑΜ ἱλαρός, ά, όν) 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό μσν. καλοπροαίρετος αρχ. (για αίμα) αυτός που σφύζει 2 …   Dictionary of Greek

  • κύσσαρος — κύσσαρος, ὁ (Α) πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τού κυσός* που εμφανίζει επίθημα αρος (πρβλ. χίμ αρος)] …   Dictionary of Greek

  • λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… …   Dictionary of Greek

  • αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και …   Dictionary of Greek

  • εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …   Dictionary of Greek

  • θέναρ — το (Α θέναρ, αρος) ανατ. σαρκώδης προεξοχή τής παλάμης που σχηματίζεται από τους μυς τού αντίχειρα στη βάση του, το κοίλο τής παλάμης, η χούφτα αρχ. 1. το πέλμα τού ποδιού 2. φρ. α) «θέναρ βωμοῖο» το κοίλωμα που βρισκόταν πάνω στην επιφάνεια τού… …   Dictionary of Greek

  • κλεφταράκος — ο μικροκλέφτης, κλεφτρόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτ αρος + υποκορ. κατάλ. άκος (πρβλ. φουκαράς > φουκαράκος). Ενδιαφέρουσα περίπτωση υποκοριστικού παρ. από μεγεθ. πρωτόθετο (πρβλ. και ψευτ αρ άκος)] …   Dictionary of Greek

  • μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”