- πάρ-ηβος
πάρ-ηβος, über die Jugendblüthe, über das kräftigste Mannesalter hinaus, verblüht, πάρηβα Κάδμου χορεύματα, Ep. ad. 353 (Plan. 289).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάρ-ηβος, über die Jugendblüthe, über das kräftigste Mannesalter hinaus, verblüht, πάρηβα Κάδμου χορεύματα, Ep. ad. 353 (Plan. 289).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάρηβος — η, ο / πάρηβος, ον, ΝΑ 1. αυτός που πέρασε τον καιρό τής ήβης, τής νιότης και άρχισε να γερνά 2. αυτός που πέρασε τον καιρό τής ακμής του και άρχισε να παρακμάζει αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάρηβον (στους Ινδούς) το φυτό συκή η ιερά, για το οποίο… … Dictionary of Greek
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek