πάροιθε

πάροιθε

πάροιθε, und vor Vocalen πάροιϑεν, 1) als praep. mit dem gen. vor, vom Orte, ante u. coram, Hom. καί ῥα πάροιϑ' αὐτοῖο καϑέζετο, Il. 1, 360; μνηστῆρες δὲ πάροιϑεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο δίσκοισιν τέρποντο, Od. 17, 294; folgende Dichter; auch von der Zeit, χρυσὸν δέ τις φήσειεν ἂν πάροιϑεν ἐξευρεῖν ἐμοῦ, Aesch. Prom. 501; vgl. Soph. Trach. 605. – 2) als adv. vormals, von der Zeit, πάντα γὰρ ἤδη σοι τελέω τὰ πάροιϑεν ὑπέστην Il. 23, 20; auch τὸ πάροιϑε, Od. 18, 275 u. öfter; οἱ πάροιϑε, die Vorfahren, Pind. P. 2, 60; τῆς πάροιϑεν εὐφρόνης, Aesch. Pers. 176; οὔτε πάροιϑεν, οὔτε νῠν, Soph. O. R. 491; τῆς πάροιϑεν ἡμέρας, Eur. Phoen. 860; Soph. vrbdt auch πάροιϑεν ἐκλιπεῖν βίον πρίν –, El. 1131; vom Orte, Range, οἳ δεύτεροι οἵ τε πάροιϑεν, Il. 23, 498. Vgl. noch παροίτερος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάροιθε — before indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροιθε(ν) — και αιολ. τ. πάροιθα Α 1. (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, μπροστά σε κάποιον ή κάτι (α. «πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ. β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.) 2. (πρόθ. με γεν.) πριν («πάροιθεν ἐμοῡ» πριν από μένα, Αισχύλ.) 3. (ως… …   Dictionary of Greek

  • πάροιθ' — πάροιθε , πάροιθε before indeclform (prep) πάροιτο , παρίημι let fall at the side aor opt mid 3rd sg πάροιτε , παρόω pres opt act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροιθεν — πάροιθε before nu̱movable indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… …   Dictionary of Greek

  • πάροιθα — Α (αιολ. τ.) πάροιθε(ν)* …   Dictionary of Greek

  • παροίτερος — έρη, ον, Α (συγκρ. επίθ. τού πάροιθε) 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από κάποιον, ο εμπρόσθιος, ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.) ενώπιον, μπροστά σε κάποιον 3. (για χρόνο) ο πρότερος, ο… …   Dictionary of Greek

  • προπάροιθε(ν) — Α Ι. (πρόθ. συντασσόμενη με γεν.) 1. τοπ. μπροστά από (α. «Σκαιῶν προπάροιθε πυλάων», Ομ. Ιλ. β. «τῆς δ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι», Ησίοδ.) 2. χρον. πριν από («νομίμων προπάροιθεν», Αισχύλ.) II. (ως επίρρημα) 1. τοπ. μπροστά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”