πάρ-εργον

πάρ-εργον

πάρ-εργον, τό, Nebenwerk, alles nicht zur Hauptsache Gehörige, Zugabe, Anhang; τὴν ἀϑλίαν ἐμὲ ῥῦσαι, πάρεργον δοῠσα τοῠτο τῆς τύχης, Eur. Hel. 925, vgl. Herc. Fur. 1340, was nicht zum Geschicke gehört; οὐ δεύτερον, οὐδὲ πάρεργον δεῖ τὴν παίδων τροφὴν τὸν νομοϑέτην ἐᾶν γίγνεσϑαι, Plat. Legg. VI, 766 a, vgl. Euthyd. 275 d, καλὸν ἄν που τὸ ἔργον ὑμῶν εἴη, εἰ τηλικαῠτα πράγματα πάρεργα ὑμῖν τυγχάνει ὄντα; Arist. polit. 7, 2 u. Folgde; πάρεργον ποιεῖσϑαί τι, Etwas zur Nebensache machen, es als Nebensache behandeln, πάρεργ' Ὀρέστην κἀμὲ ποιεῖται δόμων, Eur. El. 63, d. i. = νόϑοι; καλὸν πάρεργον δ' αὐτὸ ϑήσομαι πόνων, Or. 610; μὴ πάρ. ποιούμενος, μηδὲ μετὰ ῥᾳϑυμίας, ἀλλὰ μετὰ λογισμοῦ, Isocr. 5, 29; so auch ἐν παρέργῳ ϑοῠ με, Soph. Phil. 473; τὸ ναυτικὸν τέχνης ἐστὶ καὶ οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσϑαι, Thuc. 1, 142, es läßt sich nicht so nebenbei üben; οὐκ ἐν παρέργῳ τὸν πόλεμον ἐποιεῖτο, 7, 27; ἐκ παρέργου τοῠτο πεποιηκότες, beiläufig, Pol. 4, 51, 2; οὐ διεῤῥιμμένην, οὐδ' ἐν παρέργῳ ποιήσασϑαι τὴν μνήμην, 3, 57, 5, vgl. 58, 3; Sp.; auch ἐν παρέργου μέρει, Plat. Rep. II, 374 c. – In der Malerei = Nebenfigur, Beiwerk, Staffage. – Πάρεργον ὁδοῠ, beiläufig, nebenher, z. B. ἥκω σοι εὐδαίμων γενόμενος, Luc. Nigr. 1; vgl. Jacobs zu Philostr. Imagg. p. 606. – Eigentlich neutr. von


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρόσεργος — ον, Α 1. αυτός που προσφέρει ακόμη περισσότερο έργο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσεργον α) κέρδος από χρήματα, τόκος β) έκτακτη, πρόσθετη εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἔργον (πρβλ. πάρ εργον)] …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • πάλαι — (ΑΜ πάλαι) επιρρ. 1. προ πολλού, κατά τον παλαιό καιρό («μέμνημαι τόδε ἔργον ἐγὼ πάλαι, οὔ τι νέον γε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «πάλαι ποτέ» μια φορά κι έναν καιρό, κάποτε («πάλαι ποτ ἧσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι», Αριστοφ.) αρχ. 1. μόλις προ ολίγου, μόλις τώρα …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… …   Православная энциклопедия

  • ANTIOCHIA — I. ANTIOCHIA Margianae, quae et Alexandria et Seleucia dicta, teste Pliniô, l. 6. c. 26. Indion hodie ex tabulis recentiorib. II. ANTIOCHIA Pisidiae urbs primaria, sedesque Praefecti, Versaegeli a Turcis dicta, ab Epheso 92. mill. pass. in Eurum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HOLOSERICA Vestis — primo Romanorum Heliogabalo in usu fuit. Unde Spartian. de illo ait, Primum Rom. serciam vestem, i. e. hosolericam, cum antea subserica in usu esset, in qua stamen ex lino, subtemen sericum erat, induisse. De eadem Vopisc. in Aurel. Vestem… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”