πάρ-εργος

πάρ-εργος

πάρ-εργος, nebensächlich, beiläufig, ὁ λόγος πάρ. ὤν, Plat. Tim. 38 d. – Adv. im Ggstz von ἀκριβῶς, Plat. Legg. VII, 393 e; π. ἔχειν πρός τι, Din. 3, 14; οὐ παρέργως, ἀλλὰ μετ' ἐπιστάσεως ϑεωρητέον, Pol. 2, 2, 2; Sp., vgl. Jacobs Philostr. Imagg. p. 613.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνεργός — ή, ό / συνεργός, όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • κάτεργος — ο (AM κάτεργος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» βαριά… …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • πάρεργος — η, ο / πάρεργος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γίνεται εκτός από το κύριο έργο και δεν είναι τόσο σημαντικός όσο αυτό, επουσιώδης, δευτερεύων, παραπανήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το πάρεργο επουσιώδης ασχολία, δευτερεύουσα απασχόληση (α. «τό έχω ως πάρεργο» β …   Dictionary of Greek

  • αγαθοεργός — ή, ό (Α ἀγαθοεργός, όν και ουργός, όν) αυτός που κάνει καλές πράξεις, που ασκεί τη φιλανθρωπία χωρίς αντάλλαγμα, ελπίδα ανταπαδόσεως ή μειωτική επιρροή σ’ αυτόν που ευεργετεί, φιλάνθρωπος, ευεργετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγαθός + εργός < έργον. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

  • αδαμαντουργός — ο ο τεχνίτης που κατεργάζεται διαμάντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + εργὸς < έργον. ΠΑΡ. αδαμαντουργία] …   Dictionary of Greek

  • αεργός — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • αισχρουργός — όν (Α αἰσχρουργός) αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, φαύλος, κακοήθης μσν. (για πράξεις) ανήθικος, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + εργὸς < ἔργον. ΠΑΡ. αἰσχρουργία, αἰσχρουργῶ] …   Dictionary of Greek

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”