πάρ-ωρος

πάρ-ωρος

πάρ-ωρος, außer der rechten, günstigen Jahreszeit, unzeitig, Theophr. u. A.; über die rechte Zeit hinaus, zu spät, Epicur. bei Diog. L. 10, 122; – πάρωρα βλέπω, Strat. 41 (XII, 1991, adverbial, wie πάρωρα πλευστέον, Cic. Att. 10, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρόωρος — η, ο / πρόωρος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή συμβαίνει πριν από την κανονική του ώρα («πρόωρος θάνατος») νεοελλ. φρ. «πρόωρος τοκετός» ιατρ. κάθε τοκετός που συμβαίνει σημαντικά νωρίτερα από την αναμενόμενη κανονική ημερομηνία αρχ. 1. (για προσ.)… …   Dictionary of Greek

  • σύνωρος — η, ο, Ν (στον Ερωτόκρ.) αυτός που μόλις πριν από λίγο έγινε, πρόσφατος («το πράμα είναι σύνωρο, κι ακόμ οι πονεμένοι είναι θλιμμένοι, σκοτεινοί και μαυροφορεμένοι»). επίρρ... σύνωρα Ν 1. ἔγκαιρα, επίκαιρα 2. ταυτόχρονα 3. πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… …   Dictionary of Greek

  • μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • πάρωρος — η, ο / πάρωρος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή συμβαίνει πέρα από την κανονισμένη ώρα, ο παράκαιρος. επίρρ... πάρωρα ΝΜΑ σε ώρα περασμένη, αργά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωρος (< ὥρα), πρβλ. πρό ωρος] …   Dictionary of Greek

  • ακταιωρός — ο, η και ακτωρός, ο, η (Α ἀκταίωρος και ἀκτωρός) φύλακας, φρουρός τών ακτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκταί (ακτή Ι) + ωρος < ὥρα «φροντίδα, μέριμνα, προσοχή, πρόνοια». Ο ναυτικός όρος ακταιωρός ή ακτωρίς ναυς ή ακτωρό πλοίο αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”