- πλήκτωρ
πλήκτωρ, ορος, ὁ, = πλήκτης, Phani. 2 (XI, 294).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλήκτωρ, ορος, ὁ, = πλήκτης, Phani. 2 (XI, 294).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλήκτωρ — ορος, ὁ, δωρ. τ. πλάκτωρ, Α αυτός που επιφέρει πλήγματα, που δίνει χτυπήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσσω* + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ, τινάκ τωρ)] … Dictionary of Greek
κερατοπλήκτωρ — κερατοπλήκτωρ, ορος, ὁ (Μ) αυτός που χτυπά με τα κέρατά του («κερατοπλήκτωρ ταῡρος», Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + πλήκτωρ (< πλήσσω)] … Dictionary of Greek
πλάκτωρ — ορος, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλήκτωρ … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek