πλίνθος

πλίνθος

πλίνθος, , der Ziegel, sowohl der rohe, an der Luft getrocknete, als der gebrannte Backstein, sowohl Mauerziegel, als Dachziegel; πλίνϑους ἑλκύειν oder εἰρύειν, Her. 1, 179. 2, 136, wie lateres ducere, Ziegel streichen; ὀπ τᾶν, Ziegel brennen; 1, 179 δόμος πλίνϑου, eine Ziegelschicht, wo der sing. collectiv für den plur. steht; Thuc. 3, 20 u. öfter; εἰς πλίνϑων καὶ λίϑων ϑέσιν, Plat. Rep. I, 333 b; όπτή, Xen. An. 2, 4, 12 u. Sp., wie D. Sic. 2, 7; Hdn. 7, 5; im Ggstz von ὠμὴ πλίνϑος, Paus. 5, 8, 5; κεραμία, γηΐνη, Xen. An. 3, 4, 7. 7, 8, 14 u. Sp. – Uebh. alle Körper von der länglich viereckigen Gestalt der πλίνϑος, z. B. Gold-u. Silberbarren, χρυσαῖ καὶ ἀργυραῖ, Pol. 10, 27, 12; Luc. Cont. 12 u. A. – Die Unterlage des Säulenfußes, Vitruv. – Sprichwörtlich πλίνϑον πλύνειν, laterem lavare, Zenob. 6, 48 Diogen. 7, 50.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλίνθος — brick fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • πλίνθοι — πλίνθος brick fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίνθους — πλίνθος brick fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτόπλινθος — η, ΝΜΑ, και χορτόπλινθος, ο, Ν πλίνθος από χώμα ανακατεμένο με χόρτα και ρίζες, πλιθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + πλίνθος (πρβλ. ὠμό πλινθος)] …   Dictionary of Greek

  • ωμόπλινθος — η, / ὠμόπλινθος, ΝΑ πλίνθος που δεν έχει ψηθεί σε καμίνι αλλά έχει ξηρανθεί στον ήλιο, αλλ. ωμή πλίνθος, κν. πλίθρα και πλιθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + πλίνθος] …   Dictionary of Greek

  • плита — укр. плита плита , др. русск. плита камень, кирпич (часто; см. Срезн. II, 965), болг. плита (Младенов 430), возм., сербохорв. пли̏тица мелкая миска . Скорее всего, родственно греч. πλίνθος кирпич , которое сближают, далее, с англос. flint кремень …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • КОЛОННА —    • Columna,          στήλη или στυ̃λος, также κίων, столб, колонна. Первоначально столбы служили только для удобства, как подпора крыши; сначала они состояли, вероятно, из древесных стволов или неотесанных каменных глыб и только мало помалу… …   Реальный словарь классических древностей

  • ανθρακόπλινθος — η η πλίνθος που κατασκευάζεται απο καρβουνόσκονη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + πλίνθος. Η λ. μαρτυρείται στον πληθυντικό (ανθρακόπλινθοι, αι) απο το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • γαιανθρακόπλινθος — ο πλίνθος που γίνεται με συμπίεση (ή με προσθήκη κολλητικής ουσίας) από σκόνη λιθανθράκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας + πλίνθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωΐα] …   Dictionary of Greek

  • οπτόπλινθον — ὀπτόπλινθον, τὸ (Α) οπτόπλινθος, ψημένη πλίνθος, τούβλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (ΙΙ) «ψημένος» + πλίνθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”