- πλάκτωρ
πλάκτωρ, ὁ, dor. statt πλήκτωρ, Phani. 2 (VI, 294).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλάκτωρ, ὁ, dor. statt πλήκτωρ, Phani. 2 (VI, 294).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλάκτωρ — ορος, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλήκτωρ … Dictionary of Greek
πλάκτορα — πλάκτωρ striker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήκτωρ — ορος, ὁ, δωρ. τ. πλάκτωρ, Α αυτός που επιφέρει πλήγματα, που δίνει χτυπήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσσω* + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ, τινάκ τωρ)] … Dictionary of Greek