πληθυντικός

πληθυντικός

πληθυντικός, vermehrend, vergrößernd; – bei den Gramm. ὁ πληϑυντικὸς ἀριϑμός = der Plural, daher πλ. = im Plural, in der Mehrzahl, Ggstz ἑνικός, Ath. VII, 299 a; – auch adv., Gramm. oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πληθυντικός — plural masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυντικός — ή, ό / πληθυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [πληθύνω] φρ. «πληθυντικός αριθμός» ή, απλώς, «πληθυντικός» γραμμ. ο αριθμός στην κλίση ονομάτων και ρημάτων που φανερώνει δύο ή περισσότερα πρόσωπα, ζώα ή πράγματα νεοελλ. φρ. «τού μιλώ στον πληθυντικό» απευθύνομαι …   Dictionary of Greek

  • πληθυντικός — ή, ό (γραμμ.), ο αριθμός που δηλώνει πολλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληθυντικά — πληθυντικός plural neut nom/voc/acc pl πληθυντικά̱ , πληθυντικός plural fem nom/voc/acc dual πληθυντικά̱ , πληθυντικός plural fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυντικώτερον — πληθυντικός plural adverbial comp πληθυντικός plural masc acc comp sg πληθυντικός plural neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυντικῶν — πληθυντικός plural fem gen pl πληθυντικός plural masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυντικόν — πληθυντικός plural masc acc sg πληθυντικός plural neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάρταρος — (πληθυντικός τα Τάρταρα). Μυθικός τόπος στα έγκατα της Γης, που ήταν, όπως αναφέρει ο μύθος, τόσο μακριά από την επιφάνειά της όσο η ίδια από τον ουρανό. Μέσα σε αυτόν τον ανήλιο τόπο υψωνόταν το ανάκτορο της Νύχτας, που το σκέπαζαν πάντοτε… …   Dictionary of Greek

  • πληθυντικαῖς — πληθυντικός plural fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυντικαί — πληθυντικός plural fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυντικοῖς — πληθυντικός plural masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”