- πηλαμίς
πηλαμίς, ἡ, = πηλαμύς, Schaef. Greg. p. 541.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλαμίς, ἡ, = πηλαμύς, Schaef. Greg. p. 541.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλαμίς — ίδος, η, Ν ζωολ. γένος θαλάσσιων δηλητηριωδών φιδιών τής οικογένειας hidrophiidae … Dictionary of Greek