πληκτικός

πληκτικός

πληκτικός, 1) zum Schlagen, Streiten geschickt, geneigt; ϑήρα, mit Schlagen ausgeführt, Plat. Soph. 200 c, u. öfter; φιλολοίδορον μᾶλλον καὶ πληκτικώτερον, Arist. H. A. 9, 1. – 2) übertr. was schlagend auf die Sinne wirkt, betäubend, eben so was schlagend auf den Verstand wirkt, treffend, überzeugend, Sp., wie Plut. u. oft S. Emp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πληκτικός — πληκτικός, ή, ό και πληχτικός, ή, ό αυτός που προκαλεί πλήξη, ανία, ανιαρός, ενοχλητικός, κουραστικός: Πληχτικό περιβάλλον, σπίτι κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληκτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • πληκτικά — πληκτικός of neut nom/voc/acc pl πληκτικά̱ , πληκτικός of fem nom/voc/acc dual πληκτικά̱ , πληκτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτικώτερον — πληκτικός of adverbial comp πληκτικός of masc acc comp sg πληκτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτικωτάτων — πληκτικός of fem gen superl pl πληκτικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτικωτέρων — πληκτικός of fem gen comp pl πληκτικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτικῶν — πληκτικός of fem gen pl πληκτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτικόν — πληκτικός of masc acc sg πληκτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτικώτατα — πληκτικός of adverbial superl πληκτικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτικώτατον — πληκτικός of masc acc superl sg πληκτικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”