- πολύ-οψος
πολύ-οψος, reich an Zubrot, lecker, δεῖπνον, Luc. Gall. 11 u. a. Sp. – Auch = viel ὄψα essend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-οψος, reich an Zubrot, lecker, δεῖπνον, Luc. Gall. 11 u. a. Sp. – Auch = viel ὄψα essend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύοψος — εὔοψος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος όψα, ιδίως ψάρια, αυτός που έχει αφθονία ψαριών 2. αυτός που περιέχει ή παράγει πολλά βρώματα, φαγώσιμα («ἡ θάλασσα τῆς γῆς εὐοψοτέρα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οψος (< όψον «τροφή, ψάρι»), πρβλ. άν … Dictionary of Greek
πολύοψος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλά βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῑπνον», Λουκιαν.) 2. (για λίμνη) αυτή που έχει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οψος (< ὄψον «ψάρι, πολυτελές έδεσμα»), πρβλ. εύ οψος] … Dictionary of Greek
φίλοψος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα νόστιμα φαγητά και, ιδίως, τα ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄψον «έδεσμα, τροφή» (πρβλ. εὔ οψος, πολύ οψος)] … Dictionary of Greek