- πολύ-μητος
πολύ-μητος, f. L. statt πολύκμητος, Byz. anath. 15 (IX, 656), τέχνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-μητος, f. L. statt πολύκμητος, Byz. anath. 15 (IX, 656), τέχνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… … Dictionary of Greek