- πολύ-βοτρυς
πολύ-βοτρυς, υος, mit vielen Trauben, traubenreich; Hes. fr. 19, 2; ἄμπελος, Eur. Bacch. 650.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-βοτρυς, υος, mit vielen Trauben, traubenreich; Hes. fr. 19, 2; ἄμπελος, Eur. Bacch. 650.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φερέβοτρυς — υ, ΜΑ (για το σταφύλι) αυτός που έχει τσαμπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + βότρυς (πρβλ. πολύ βοτρυς, φιλό βοτρυς)] … Dictionary of Greek
ποικιλόβοτρυς — ότρυος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για κλήμα) αυτός που έχει πολύχρωμα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + βότρυς «σταφύλι» (πρβλ. πολύ βοτρυς)] … Dictionary of Greek
πολύβοτρυς — ότρυος, ὁ, ἡ, Α (για τόπο) αυτός που έχει πολλούς βότρυς, πολλά σταφύλια («πολύβοτρυς ἄμπελος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βότρυς] … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
λιγούστρο — (Ligustrum). Γένος δικοτυλήδονου, φυλλοβόλου θάμνου της οικογένειας των ελαιιδών. Όλα τα είδη έχουν απλά, λογχοειδή ή ωοειδή και δερματώδη φύλλα, γυαλιστερά επάνω και ωχρά κάτω. Τα άνθη τους είναι σωληνοειδή και σχηματίζουν επάκριους, όρθιους,… … Dictionary of Greek
αγλαόβοτρυς — ἀγλαόβοτρυς ( υος), υ (Α) αυτός που έχει πολύ ωραία, έξοχα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + βότρυς] … Dictionary of Greek
μεθυπίδαξ — μεθυπῑδαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που αναβλύζει κρασί («μεθυπῑδαξ βότρυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πῖδαξ «πηγή» (πρβλ. πολυ πίδαξ)] … Dictionary of Greek
λαγκεστρέμια — Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας lythracea, ιθαγενές της Κίνας. Η επιστημονική του ονομασία είναι λ. η ινδική (Lagestroemia indica). Είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο ύψους 2 5 μ., με καστανωπό, λείο φλοιό και αντίθετα, επιφυή, ακέραια,… … Dictionary of Greek