- πολύ-μορφος
πολύ-μορφος, vielgestaltig; ϑηρία πολυμορφό-τατα, Arist. H. A. 8, 28; κακόν, Luc. Asin. 54, u. öfter, Maneth. 5, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-μορφος, vielgestaltig; ϑηρία πολυμορφό-τατα, Arist. H. A. 8, 28; κακόν, Luc. Asin. 54, u. öfter, Maneth. 5, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
θεόμορφος — η, ο (Α θεόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή θεού, ο ωραίος σαν θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, πολύ μορφος. Ο νεοελλ. τ. < θε (βλ. θεο ) + όμορφος (< εύ μορφος)] … Dictionary of Greek
ετερόμορφος — η, ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ ό, τι είναι σύνηθες νεοελλ. 1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή 2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος 3. (για έντομα) αυτός που… … Dictionary of Greek
ζητόμορφος — ο (Α ζητόμορφος) σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα Ζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτα (Ζ) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] … Dictionary of Greek
ηερόμορφος — ἠερόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος)] … Dictionary of Greek
ηλιόμορφος — και λιόμορφος, η, ο (AM ἡλιόμορφος, ον) αυτός που έχει το σχήμα τού ήλιου νεοελλ. μσν. ωραίος σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] … Dictionary of Greek
θεατρόμορφος — θεατρόμορφος, ον (Α) θεατροειδής, αυτός που έχει σχήμα θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] … Dictionary of Greek
ιδιόμορφος — η, ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, ον) αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ μορφος, τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
πολύμορφος — η, ο / πολύμορφος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολύμορφο χημ. πολύμορφο σώμα 2. φρ. α) χημ. «πολύμορφο σώμα» και «πολύμορφη ένωση» ένωση που εμφανίζεται σε περισσότερες από … Dictionary of Greek
ομοιόμορφος — η, ο (Α ὁμοιόμορφος, ον) αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον νεοελλ. 1. (για κρυστάλλους) αυτός που παρουσιάζει στενές αναλογίες με άλλον στο κρυσταλλικό του πλέγμα και στις κρυσταλλικές του μορφές 2. βιολ. (για όργανα) αυτός που ταυτίζεται με … Dictionary of Greek
παντόμορφος — ον, Α 1. πάμμορφος* 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παντόμορφος α) το Σύμπαν β) γλυπτή μορφή ως ακροστόλιο πλοίου, πιθ. ο Πρωτεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ μορφος] … Dictionary of Greek