πολύ-γλωσσος

πολύ-γλωσσος

πολύ-γλωσσος, att. -ττος, vielzüngig; Soph. Tr. 1058 von der Eiche in Dodona, die viele Orakel giebt; βοή, Geschrei des Neides von vielen Menschen, El. 631. 788; ἀπειλαὶ τῶν βαρβάρων, Plut. Lucull. 7; Luc. Deor. conc. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδύγλωσσος — η, ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, ον) αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • θεόγλωσσος — θεόγλωσσος, ον (Α) (για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή γλώσσα, που τα ποιήματά του έχουν θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γλωσσος (γλώσσα), πρβλ. ά γλωσσος, πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • θηλύγλωσσος — θηλύγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • θρασύγλωσσος — και θρασύγλωττος, ον (ΑΜ) ο θρασυγλωσσής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γλωσσος < γλώσσα (πρβλ. βραδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος)] …   Dictionary of Greek

  • ιδιόγλωσσος — ἰδιόγλωσσος, ον (Α) αυτός που μιλά δική του, ξεχωριστή γλώσσα («πόλιν ἰδιόγλωσσον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • καλόγλωσσος — η, ο (Μ καλόγλωττος, ον) νεοελλ. αυτός που μιλά με καλά λόγια, ο γλυκομίλητος μσν. ο εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ηδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • μονόγλωσσος — και αττ. τ. μονόγλωττος, ον (Α) αυτός που μιλά μία μόνο γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. πολύ γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • πολύγλωσσος — η, ο, Ν ΜΑ, πολύγλωσσος και πολύγλωττος, ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γλώσσες 2. αυτός που ξέρει και χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες ή διαλέκτους νεοελλ. 1. αυτός που έχει γραφεί σε πολλές γλώσσες («πολύγλωσση επιγραφή») 2. αυτός που αποδίδει, που …   Dictionary of Greek

  • τανύγλωσσος — ον, Α 1. αυτός που έχει τεντωμένη και μακριά γλώσσα 2. φλύαρος, λάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς βλ. λ. τείνω) + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πολύ γλωσσος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. λ. τάνυμαι] …   Dictionary of Greek

  • μικρόγλωσσος — η, ο αυτός που εμφανίζει μικρογλωσσία, που έχει πολύ μικρή γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδόγλωσσος — η, ο, Ν μτφ. αυτός που η γλώσσα του πάει σαν ψαλίδι, πολύ φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίδι + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. φαρμακό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”