- πολύ-κωμος
πολύ-κωμος, 1) viele Reigen od. Gelage feiernd, sie liebend; Bacchus, Hymn. (IX, 524, 17); δαῖτες, Anacr. 40, 13. – 2) mit vielen Dörfern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-κωμος, 1) viele Reigen od. Gelage feiernd, sie liebend; Bacchus, Hymn. (IX, 524, 17); δαῖτες, Anacr. 40, 13. – 2) mit vielen Dörfern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκωμος — (I) ον Α 1. αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε πολλά συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. αγλαό κωμος]. (II) ον, Μ (για τόπο) αυτός που έχει πολλές κώμες,… … Dictionary of Greek
τετράκωμος — ὁ, ΜΑ επινίκιο άσμα με χορό αφιερωμένο στον Ηρακλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κῶμος «τραγούδι, γιορτή, διασκέδαση» (πρβλ. πολύ κωμος)] … Dictionary of Greek
τρίκωμος — ὁ, Α πιθ. ο κάτοικος τρικωμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κωμος (< κώμη), πρβλ. πολύ κωμος] … Dictionary of Greek