- πολύ-κωπος
πολύ-κωπος, vielruderig; σκάφος, Eur. I. T. 981; ὄχημα ναός, Soph. Trach. 653.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-κωπος, vielruderig; σκάφος, Eur. I. T. 981; ὄχημα ναός, Soph. Trach. 653.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκωπος — η, ο / πολύκωπος, ον, ΝΑ (για πλοίο) αυτός που έχει πολλά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. μονό κωπος] … Dictionary of Greek