- πρωτο-νύμφευτος
πρωτο-νύμφευτος, erst eben verheirathet, γυνή, Callicrat. b. Stob. fl. 85, 18 E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτο-νύμφευτος, erst eben verheirathet, γυνή, Callicrat. b. Stob. fl. 85, 18 E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεονύμφευτος — θεονύμφευτος, ή (AM) (για τη θεοτόκο) η θεόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + νύμφευτος (< νυμφεύομαι), πρβλ. α νύμφευτος, πρωτο νύμφευτος] … Dictionary of Greek