- πολύ-τρητος
πολύ-τρητος, viel durchbohrt, durchlöchert; σπόγγοι, mit vielen Löchern, Od. 1, 111. 22, 439. 453; λωτοί, Antp. Th. 29 (IX, 266), wie αὐλοί Maneth. 2, 334; δόνακες, Ep. (IX, 505).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-τρητος, viel durchbohrt, durchlöchert; σπόγγοι, mit vielen Löchern, Od. 1, 111. 22, 439. 453; λωτοί, Antp. Th. 29 (IX, 266), wie αὐλοί Maneth. 2, 334; δόνακες, Ep. (IX, 505).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρύτρητος — εὐρύτρητος, ον (Α) αυτός που έχει ευρείες οπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τρητος (< τρητός τιτρώ / τετραίνω / τιτραίνω «τρυπώ»), πρβλ. εύ τρητος, πολύ τρητος] … Dictionary of Greek
νεότρητος — νεότρητος, ον (Α) νεότρωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τρητός (< τετραίνω / τιτραίνω «τρυπώ»), πρβλ. πολύ τρητος] … Dictionary of Greek
πάντρητος — ον, Α διάτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τρητός (< τετραίνω / τιτραίνω «τρυπώ»), πρβλ. πολύ τρητος] … Dictionary of Greek
πολύτρητος — η, ο / πολύτρητος, ον, ΝΑ, ποιητ. τ. πουλύτρητος, ον, Α (για αυλό, στραγγιστήρι, κηρήθρα ή και για τους πνεύμονες) αυτός που φέρει πολλές οπές, ο διάτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρητός (< τετραίνω «τρυπώ»)] … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek