- πολύ-σαθρος
πολύ-σαθρος, sehr morsch, τριβώνιον, Luc. Philopatr. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-σαθρος, sehr morsch, τριβώνιον, Luc. Philopatr. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύσαθρος — ον, Α εξαιρετικά σαθρός, πολύ σάπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαθρός «σάπιος»] … Dictionary of Greek
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek