- πολύ-σχιστος
πολύ-σχιστος, vielfach gespalten, getheilt, mannichfaltig; κέλευϑα, Soph. O. C. 1588; ἀτρεκίη, Greg. ep. (VIII, 7); Sp. auch in Prosa.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-σχιστος, vielfach gespalten, getheilt, mannichfaltig; κέλευϑα, Soph. O. C. 1588; ἀτρεκίη, Greg. ep. (VIII, 7); Sp. auch in Prosa.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολόσχιστος — ὁλόσχιστος, ον (Α) αυτός που έχει τελείως αποσχιστεί, ο εντελώς αποσχισμένος, («τῶν περικαλυμμάτων τὰ μὲν ὁλόσχιστα, σύνθετα δὲ ἕτερα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύ σχιστος] … Dictionary of Greek
τετράσχιστος — ον, Α σχισμένος ή διαιρεμένος σε τέσσερα κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύ σχιστος] … Dictionary of Greek
πολύσχιστος — ον, Α (κυρίως για δρόμο) αυτός που διακλαδίζεται σε πολλά στενά δρομάκια ή μονοπάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σχιστός (< σχίζω)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
αδένες — Επιθυλιακά όργανα του αίματος ανθρώπων και ζώων. Κύρια δραστηριότητά τους είναι η παραγωγή και έκκριση ουσιών που δεν τις χρησιμοποιούν αυτά τα ίδια, παρά άλλα μέρη του οργανισμού. Υπάρχουν και κύτταρα που εκτελούν τέτοια λειτουργία και γι’ αυτό… … Dictionary of Greek