πολύστροφος — η, ο / πολύστροφος, ον, ΝΜΑ 1. πολύ συνεστραμμένος 2. μτφ. ευμετάβλητος νεοελλ. 1. (για ποίημα) αυτός ο οποίος αποτελείται από πολλές στροφές 2. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές 3. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που το μυαλό του παίρνει… … Dictionary of Greek
φοβερόστροφος — ον, Μ αυτός ο οποίος στρέφεται με τρόπο που προκαλεί φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + στροφός (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. πολύ στροφος, χρυσό στροφος] … Dictionary of Greek
ολόστροφος — ὁλόστροφος, ον (Α) αυτός που κινείται όλος μαζί, που στρέφεται ολόκληρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. πολύ στροφος] … Dictionary of Greek
πρωτόστροφος — η, ο, Ν (για τροχούς μηχανής) αυτός που στρέφεται πρώτος και μεταδίδει την κίνηση σε όλους τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. πολύ στροφος] … Dictionary of Greek
χρυσόστροφος — ον, Α (για χορδή τόξου) κατασκευασμένος από συνεστραμμένα σύρματα χρυσού («χρυσοστρόφων ἀπ ἀγκυλᾱν βέλεα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. πολύ στροφος] … Dictionary of Greek
μονόστροφος — η, ο (ΑΜ μονόστροφος, ον) αυτός που αποτελείται από μία μόνο στροφή αρχ. 1. (για έλικα) αυτός που στρέφεται προς μία κατεύθυνση 2. φρ. «μονόστροφος ἅμαξα» άμαξα με έναν μόνο τροχό, μονότροχη. επίρρ... μονοστρόφως (ΑΜ) με μία στροφή, σε μία στροφή … Dictionary of Greek
φιλόστροφος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει η αλλαγή, η ποικιλία 2. αυτός που αγαπά την επιστροφή σε έναν τόπο, νοσταλγός 3. (για σύμπτωμα) αυτός που υποτροπιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στρόφος (< στρέφω), πρβλ. πολύ στροφος] … Dictionary of Greek