- πολύ-πτωτος
πολύ-πτωτος, mit oder in vielen Fällen, Casus, Gramm.; τὸ πολ., Quinctil. 9, 3, 36, eine rhetorische Figur; vgl. Longin. 23, 1
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-πτωτος, mit oder in vielen Fällen, Casus, Gramm.; τὸ πολ., Quinctil. 9, 3, 36, eine rhetorische Figur; vgl. Longin. 23, 1
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόπτωτος — η, ο (Α μονόπτωτος, ον) γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση νεοελλ. (για ρήματα) αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * +… … Dictionary of Greek
πολύπτωτος — η, ο / πολύπτωτος, ον, ΝΜΑ γραμμ. αυτός που έχει πολλές πτώσεις 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτωτο (ενν. σχήμα) ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek