- προς-επι-στείχω
προς-επι-στείχω, hinzugehen, -kommen, Orph. Arg. 536.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-επι-στείχω, hinzugehen, -kommen, Orph. Arg. 536.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… … Dictionary of Greek