- πολυ-λάλητος
πολυ-λάλητος, = Folgdm, Sp., wie Schol. Soph. Phil. 191 u. Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-λάλητος, = Folgdm, Sp., wie Schol. Soph. Phil. 191 u. Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυλάλητος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που επαναλαμβάνεται συχνά στον λόγο αρχ. αθυρόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λαλητός (< λαλῶ), πρβλ. δημο λάλητος] … Dictionary of Greek