- πολυ-μνήστευτος
πολυ-μνήστευτος, viel umfrei't; Plut. amator. 20; vgl. Hermesian. in Ruhnk. epist. crit. 287.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-μνήστευτος, viel umfrei't; Plut. amator. 20; vgl. Hermesian. in Ruhnk. epist. crit. 287.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμνήστευτος — ον, Α (για γυναίκα) αυτή που θέλουν να τήν παντρευθούν πολλοί μνηστήρες, περιζήτητη («περιμάχητον ούσαν καὶ πολυμνήστευτον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μνηστευτός (< μνηστεύω), πρβλ. α μνήστευτος] … Dictionary of Greek