πολυ-μαθής

πολυ-μαθής

πολυ-μαθής, ές, viel gelernt habend, viel wissend; Ar. Vesp. 1175; Plat. Legg. VII, 810 e; Xen. Mem. 4, 4, 6; Isocr. 1, 18; superl. πολυμαϑέστατος Luc. Philopatr. 13; Ath. XV, 596 a, wie Aristoteles.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυριομαθής — μυριομαθής, ές (Μ) αυτός που έχει μάθει πάρα πολλά πράγματα, πάρα πολύ μορφωμένος, πολυμαθέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μαθής (< μανθάνω), πρβλ. πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ευμαθής — ές (ΑΜ εὐμαθής, ές) 1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής 2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση αρχ. 1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός 2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή… …   Dictionary of Greek

  • ευρυμαθής — ές αυτός που έχει ευρεία μάθηση, πλούτο γνώσεων, ο πολυμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + μαθής (< μάθος), πρβλ. α μαθής, πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ημιμαθής — ές (Α ἡμιμαθής, ές) αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια επιστήμη ή μια τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μαθής (< μανθάνω, πρβλ. αόρ. β έ μαθ ον), πρβλ. α μαθής πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγομαθής — ές (Α ὀλιγομαθής, ές) αυτός που έχει μικρή μόρφωση, ανεπαρκείς γνώσεις. επίρρ... ὀλιγομαθῶς (Α) με τρόπο που αρμόζει σε ολιγομαθή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + μαθής (< μανθάνω*), πρβλ. πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ομομαθής — ὁμομαθής, ές (Α) αυτός που μαθαίνει κάτι μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + μαθής (< ἔμαθον, μανθάνω), πρβλ. πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

  • πολυμαθής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει μάθει και γνωρίζει πολλά, αυτός που έχει πολλές γνώσεις. επίρρ... πολυμαθῶς Α με πολυμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαθής (< μάθος, τό «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστο μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ταχυμαθής — ές, ΝΑ αυτός που μαθαίνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μαθής (< μάθος (τό) «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

  • φιλομαθής — ές, ΜΑ επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ παθής]. ές, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων αρχ. 1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι 2. το ουδ …   Dictionary of Greek

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”