- πολυ-ανθής
πολυ-ανθής, ές, sehr blühend; ὕλη, Od. 14, 353; H. h. 18, 17; auch αὖραι, ἔρωτες, Anacr. 48, 11. 53, 7; Mosch. 2, 59 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ανθής, ές, sehr blühend; ὕλη, Od. 14, 353; H. h. 18, 17; auch αὖραι, ἔρωτες, Anacr. 48, 11. 53, 7; Mosch. 2, 59 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φάλανθος — Όνομα πόλης της αρχαίας Αρκαδίας. Ήταν χτισμένη στα N της Μαντίνειας, στο ομώνυμο βουνό. Το όνομά της είχε και ένας δήμος της Αρκαδίας, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Πιάνα. * * * ον, Α 1. αυτός που είναι φαλακρός πάνω από το μέτωπο, στο βρέγμα 2.… … Dictionary of Greek
ευανθής — (5ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου (465 450 π.Χ.). Έγινε γνωστός από τα νομίσματά του, τα οποία κόπηκαν περίπου το 450 π.Χ. * * * ές (ΑΜ εὐανθής, ές) 1. αυτός που έχει ή παράγει ωραία και πολλά άνθη («εὐανθὴς καὶ εὐώδης τόπος»,… … Dictionary of Greek
πολυανθής — ές, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. πολυάνθεα 1. αυτός που έχει πολλά άνθη 2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση («ὅθι τε δρίον ἦν πολυανθέος ὔλης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. ευ ανθής, λευκ ανθής] … Dictionary of Greek
νεανθής — (240 – 190 π.Χ.). Έλληνας ιστορικός από την Κύζικο. Πολλές από τις ιστορικές πληροφορίες του τις απέδειξε λαθεμένες ο Πολέμων, με το έργο του Προς Νεάνθην αντιγραφαί. Αναφέρονται τα συγγράμματα του Ελληνικά ή Ελληνικαί Ιστορίαι, που πραγματεύεται … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek