πολυ-ναύτης

πολυ-ναύτης

πολυ-ναύτης, , mit vielen Schiffern u. Schiffen, Aesch. Pers. 83.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυναύτης — και δωρ. τ. πολυναύτας, ὁ, Α αυτός που έχει πολλούς ναύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ναύτης (πρβλ. χιλιο ναύτης)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • Άτγουντ, Τζορτζ — I (George Atwood, 1767 – 1838). Άγγλοςσυνθέτης. Υπήρξε μόνιμος μουσικός (εκκλησιαστικό όργανο) στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο. Έγραψε τις μουσικές συνθέσεις Ο φτωχός ναύτης, Ο αιχμάλωτος, Οι ιππότες του Ερυθρού Σταυρού κ.ά. II… …   Dictionary of Greek

  • Γκιώνης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Πρόκριτος από την Ύδρα. Συμφωνούσε στην αρχή με τους Κουντουριώτηδες ότι δεν ήταν κατάλληλες οι περιστάσεις για την κήρυξη του Αγώνα. Τελικά όμως άλλαξε γνώμη και εργάστηκε για τη συγκρότηση του στόλου,… …   Dictionary of Greek

  • Μέλβιλ, Χέρμαν — (Herman Melville, Νέα Υόρκη 1819 – 1891). Αμερικανός συγγραφέας. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια εμπόρων αγγλικής καταγωγής, όμως ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του τον εμπόδισε να τελειώσει τις σπουδές του και τον ανάγκασε να εργαστεί από πολύ… …   Dictionary of Greek

  • Μιλό ή Μιγιό, Νταριούς — (Darius Milhaud, Εξ αν Προβάνς 1892 – Παρίσι 1974). Γάλλος συνθέτης. Μετά τις μουσικές σπουδές του στο Παρίσι, αφοσιώθηκε στη σύνθεση, εμπλουτίζοντας με τον καιρό τις πηγές έμπνευσής του με φολκλορικά στοιχεία, από τις χώρες που είχε την ευκαιρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”