- πολυ-κώθων
πολυ-κώθων, ωνος, ὁ, Vieltrinker, Polemon bei Ath. X, 436 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-κώθων, ωνος, ὁ, Vieltrinker, Polemon bei Ath. X, 436 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκώθων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που πίνει πολλά ποτήρια κρασί, ο μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κώθων (< κώθων «είδος ποτηριού»), πρβλ. ακρατο κώθων] … Dictionary of Greek
ακρατοκώθων — ἀκρατοκώθων ( ωνος), ο (Α) αυτός που πίνει πολύ άκρατο, ανέρωτο κρασί με την κανάτα, ο «κρασοπατέρας». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + κώθων «είδος ποτηριού»] … Dictionary of Greek
κωθωνίζω — (Α) [κώθων] 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθώ κάποιον 2. μέσ. κωθωνίζομαι πίνω πολύ, μεθώ («ὁ δὲ βασιλεὺς καὶ Ἀμὰν έκωθωνίζοντο», ΠΔ) … Dictionary of Greek