- πολυ-γήραος
πολυ-γήραος, sehr alt; Asius bei Ath. III, 125 d; zsgzgn πολύγηρως, Plat. Ax. 367 b, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-γήραος, sehr alt; Asius bei Ath. III, 125 d; zsgzgn πολύγηρως, Plat. Ax. 367 b, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
πολυγήρως — ων και ασυναίρ. τ. πολυγήραος, αον και πολύγηρος, ον, Α αυτός που βρίσκεται σε βαθιά γεράματα, ο πολύ γέρος («οἱ πολυγήρως ἀπακμάζουσι και τῷ νῷ», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γήρως / γήραος / γηρος (< γῆρας, τὸ), πρβλ. υπερ γήρως / υπέρ… … Dictionary of Greek