- πολυ-κώτιλος
πολυ-κώτιλος, sehr geschwätzig, Sp.; auch ἀηδών, gesangreich, Simonds. bei E. M. 813, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-κώτιλος, sehr geschwätzig, Sp.; auch ἀηδών, gesangreich, Simonds. bei E. M. 813, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκώτιλος — ον, Α αυτός που τιτιβίζει πολύ («πολυκώτιλος ἀηδών», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωτίλος «αυτός που έχει φωνή, φλύαρος»] … Dictionary of Greek