- πολυ-γύναιος
πολυ-γύναιος, der viele Weiber hat, Ath. XIII, 556 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-γύναιος, der viele Weiber hat, Ath. XIII, 556 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταγύναιος — καταγύναιος, ον (Α) κατάγυνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γύναιος (< γύναιος «γυναικείος»), πρβλ. πολυ γύναιος, φιλο γύναιος] … Dictionary of Greek
κακογύναιος — κακογύναιος, ον (Α) αυτός που προξενεί κακό στις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γύναιος (< γύναιον), πρβλ. πολυ γύναιος, φιλο γύναιος] … Dictionary of Greek
πολυγύναιος — Α (για άνδρα) πολύγαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γύναιος (< γύναιον < γυνή), πρβλ. μισο γύναιος] … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek