πολυ-κτέανος

πολυ-κτέανος

πολυ-κτέανος, von vielem Besitz, reich; πατρίς, Pind. Ol. 11, 36; ἄρουραι, Antist. 2 (Plan. 243); Ῥωμαῖοι, Ep. ad. (App. 388).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκτέανος — ον, Α αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία (α. «πατρίδα πολυκτέανον» β. «πολυκτέανοι Ῥωμαῖοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα «κτήματα, περιουσία» (< κτῶμαι, άομαι, «αποκτώ»), πρβλ. ερι κτέανος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”