- πολυ-επής
πολυ-επής, ές, viel redend, τέχναι, Aesch. Ag. 1105, wo v. l. πολυετεῖς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-επής, ές, viel redend, τέχναι, Aesch. Ag. 1105, wo v. l. πολυετεῖς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντοεπής — ές, Α αυτός που λέει τα πάντα, αυτός που φλυαρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + επής (< ἔπος), πρβλ. πολυ επής] … Dictionary of Greek
πολυεπής — ές, Α πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + επής (< ἔπος, τὸ «λόγος»), πρβλ. καλλι επής] … Dictionary of Greek
ωκυεπής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μιλά γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. πολυ επής] … Dictionary of Greek
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek