πολυ-αύχενος

πολυ-αύχενος

πολυ-αύχενος, mit vielen Hälsen; Schol. Il. 1, 499; ὕδρα, Qu. Sm. ep. (Plan. 92).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυριαύχενος — μυριαύχενος, ον (Μ) (για την ύδρα) αυτός που έχει αναρίθμητους αυχένες, πολλά κεφάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + αύχενος (< αὐχήν, αὐχένος), πρβλ. πολυ αύχενος] …   Dictionary of Greek

  • πολυαύχενος — η, ο / πολυαύχενος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς αυχένες νεοελλ. φρ. «πολυαύχενο όρος» βουνό με πολλούς αυχένες, πολλά διάσελα αρχ. φρ. «πολυαύχενον αἷμα» αίμα που προέρχεται από τη σφαγή πολλών αυχένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αύχενος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”