πολυ-όργιος

πολυ-όργιος

πολυ-όργιος, von vielen Orgien, dem viele Orgien gefeiert werden, Orph. H. 5, 4, Bacchus.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυόργιος — ον, Α (για τον Διόνυσο) αυτός που τόν τιμούν με την τέλεση πολλών οργίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οργιος (< ὄργια «μυστηριακές τελετές»), πρβλ. φιλ όργιος] …   Dictionary of Greek

  • συνόργιος — ον, Α αυτός που μετέχει σε οργιαστικές τελετές μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οργιος (< ὄργια «μυστηριακές τελετές»), πρβλ. πολυ όργιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”