- πλουτο-γᾱθής
πλουτο-γᾱθής, ές, dor. statt πλουτογηϑής, durch Reichthum erfreuend; μυχός, Aesch. Ch. 790, nach Turneb. Conj., die alte Lesart πλουταγαϑής, vornehmreich, reich adelig, ist gegen das Versmaaß.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλουτο-γᾱθής, ές, dor. statt πλουτογηϑής, durch Reichthum erfreuend; μυχός, Aesch. Ch. 790, nach Turneb. Conj., die alte Lesart πλουταγαϑής, vornehmreich, reich adelig, ist gegen das Versmaaß.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλογαθής — και σπάν. τ. φιλογηθής, ές, Α αυτός που τού αρέσει η ευθυμία, η φαιδρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γαθής / γηθής (< γῆθος < γήθω «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτο γαθής] … Dictionary of Greek
φρενογηθής — ές, Α αυτός που προκαλεί χαρά, ευφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + γηθής (< γῆθος* < γηθέω «χαίρομαι»), πρβλ. πολυ γηθής, πλουτο γᾱθής] … Dictionary of Greek