- πολυ-τράχηλος
πολυ-τράχηλος, mit vielen Hälsen, Heraclid. alleg. Hom. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-τράχηλος, mit vielen Hälsen, Heraclid. alleg. Hom. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψιτράχηλος — ον, Μ υψαύχενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + τράχηλος (πρβλ. πολυ τράχηλος)] … Dictionary of Greek
πολυτράχηλος — ον, ΜΑ μσν. εκκλ. (για τη σχισματική ομάδα τών Ακεφάλων) αυτός που αποτελείται από πολλές αιρετικές μερίδες αρχ. αυτός που έχει μεγάλο ή σκληρό τράχηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τράχηλος] … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
πολυδειράς — (I) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλές προεξοχές, πολλές κορυφές («ἀκροτάτη κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειράς, άδος «κορυφή»]. (II) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς τραχήλους, πολλούς λαιμούς, πολυκέφαλος… … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
ποικιλόδειρος — ον, Α 1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό 2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυς* («ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ… … Dictionary of Greek
πολύδειρος — ον, ΜΑ πολυδειράς (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. ποικιλό δειρος] … Dictionary of Greek
σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… … Dictionary of Greek
ταναόδειρος — ον, Α αυτός που έχει επιμήκη, μακρύ λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταναός* «επιμήκης» + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ δειρος] … Dictionary of Greek