- πολυ-στιχία
πολυ-στιχία, ἡ, Menge von Reihen, Versen, ἐπιγράμματος, Parmen. 1 (IX, 342).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-στιχία, ἡ, Menge von Reihen, Versen, ἐπιγράμματος, Parmen. 1 (IX, 342).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευστιχία — εὐστιχία και εὐστιχίη, ἡ (Α) (στην ποίηση) καλή στιχουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στιχία (< στιχος < στίχος), πρβλ. ολιγο στιχία, πολυ στιχία] … Dictionary of Greek