- πολυ-πώγων
πολυ-πώγων, ωνος, starkbärtig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-πώγων, ωνος, starkbärtig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek