- πηδηθμός
πηδηθμός, ὁ, das Springen, Hüpfen; das Schlagen des Herzens, der Adern, der Pulsschlag, φλεβῶν, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηδηθμός, ὁ, das Springen, Hüpfen; das Schlagen des Herzens, der Adern, der Pulsschlag, φλεβῶν, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηδηθμός — pulsation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδηθμός — ὁ, Α σκίρτημα, παλμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηδῶ + επίθημα θμός (πρβλ. κινη θμός)] … Dictionary of Greek
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek