- πλακίτης
πλακίτης, ὁ, ἄρτος, Ath. III, 110 c, aus Sophron, blättrig od. platt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλακίτης, ὁ, ἄρτος, Ath. III, 110 c, aus Sophron, blättrig od. platt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλακίτης — και δωρ. τ. πλακίτας, ὁ, θηλ. πλακῑτις, ιδος Α 1. φρ. «πλακίτας ἄρτος» είδος πλακούντα, πίτας 2. το θηλ. α) είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο τών ματιών, καδμεία* β) είδος στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. ίτης (πρβλ. πιτυρ… … Dictionary of Greek
πλακίτα — πλακί̱τᾱ , πλακίτης flat masc nom/voc/acc dual πλακί̱τᾱ , πλακίτης flat masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
πλακίτις — ιδος, ἡ, Α βλ. πλακίτης … Dictionary of Greek
πλακίται — πλακί̱τᾱͅ , πλακίτης flat masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακίτην — πλακί̱την , πλακίτης flat masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακίτου — πλακί̱του , πλακίτης flat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακίτᾳ — πλακί̱τᾱͅ , πλακίτης flat masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)