ποιήτρια

ποιήτρια

ποιήτρια, , fem. zu ποιητής, bes. Dichterinn, Luc. encom. musc. 11, Ath. XIII, 600 f; Plut. u. a. Sp..


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποιητρίᾳ — ποιητρίᾱͅ , ποιήτρια poetess fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιήτρια — poetess fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιήτρια — ἡ, ΝΜΑ βλ. ποιητής …   Dictionary of Greek

  • ποιητρίας — ποιητρίᾱς , ποιήτρια poetess fem acc pl ποιητρίᾱς , ποιήτρια poetess fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοιώ — Ποιήτρια από τους Δελφούς, σύζυγος του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Ακταίου και μητέρα του επικού ποιητή Παλαίφατου. Ήταν ιέρεια στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Από τους ύμνους της προς τον θεό, ελάχιστους στίχους διέσωσε ο Παυσανίας. Πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • ποιήτριαι — ποιήτρια poetess fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιήτριαν — ποιήτρια poetess fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πράξιλλα — Αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια από τη Σικυώνα (άκμασε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.), περίφημη για τους διθυράμβους, τα σκόλια ή παροίνια άσματα, και τους ύμνους της. Σώζονται ελάχιστοι στίχοι από δύο ποιήματά της, Αχιλλεύς και Άδωνις. Από την ποιήτρια… …   Dictionary of Greek

  • Βακαρέσκο, Ελένη — (Helene Vacaresco, Βουκουρέστι 1866 – Παρίσι 1947). Ρουμάνα ποιήτρια, κόρη του πρεσβευτή της Ρουμανίας Ιωάννη Β’. Ήδη σε πολύ νεαρή ηλικία, διετέλεσε δεσποινίς επί των τιμών της βασίλισσας Ελισάβετ, η οποία, καθώς ήταν επίσης ποιήτρια (γνωστή με… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”