- ποινήτειρα
ποινήτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, Tzetz. P.. 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποινήτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, Tzetz. P.. 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποινήτειρα — ἡ, Μ βλ. ποινητήρ … Dictionary of Greek
ποινητήρ — ῆρος, ὁ, Α θηλ. τ. ποινήτειρα Μ εκδικητής, τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα τήρ (πρβλ. οδηγη τήρ)] … Dictionary of Greek