πηγίδιον, τό, wie πηγίον, dim. vom Vorigen, Suid., wo πηγήδιον f. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηγίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγίδιον — τὸ, Α [πηγή] μικρή πηγή, βρυσούλα … Dictionary of Greek
πηγίον — τὸ, Α [πηγή] το πηγίδιον* … Dictionary of Greek