πλεον-έκτης

πλεον-έκτης

πλεον-έκτης, , der mehr haben will, der Habsüchtige, Eigennützige; καὶ βίαιος, Thuc. 1, 40; τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 1, 6, 27, der aus dem Unfalle des Feindes Vortheil zieht; τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα, Mem. 1, 5, 3; καὶ δημαγωγικός, Pol. 15, 21, 1; dah. anmaßlich, λόγος, Her. 7, 158; Sp. – Einen superl. πλεονεκτίστατος dat mit βιαιότατος vrbdn Xen. Mem. 1, 2, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευέκτης — εὐέκτης, ὁ (Α) 1. υγιής, δυνατός, εύρωστος (α. «τὸ δὲ σῶμα εὐέκτης», Αριστοφ. β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.) 2. ο πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκτης (< έχω), πρβλ. καχ έκτης, πλεον έκτης] …   Dictionary of Greek

  • καχέκτης — καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α) 1. καχεκτικός 2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μειονέκτης — μειονέκτης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός ο οποίος έχει λιγότερο 2. συνεκδ. ο κατώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + εκτης (< ἔχω), πρβλ. πλεον έκτης] …   Dictionary of Greek

  • προσεκτής — και προσέκτης, ὁ, ΜΑ αυτός που ανήκει σε κάποιον («φροντίδα τῶν ὑπὲρ γῆς αὐτῷ κατὰ τὸ γένος προσεκτῶν ἔχειν», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εκτης (< ἔχω), πρβλ. πλεον έκτης] …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • πλεονέκτης — ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα κάποιος άλλος ή οι άλλοι γενικώς και συνήθως να αποκτήσει κάτι που δεν το δικαιούται («πᾱς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης... οὐκ ἔχει… …   Dictionary of Greek

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • προεκτικός — ή, όν, Α αυτός που παρέχει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εκτικός (< έκτης < ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω), πρβλ. καχ εκτικός, πλεον εκτικός] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κορίνθου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, χτίστηκε το 1931 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με δωρεά της Ada Small Moore. Μέσα από τα ευρήματα της αξιόλογης συλλογής που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”