ποιητής

ποιητής

ποιητής, , wer Etwas macht, hervorbringt, schafft, Verfertiger; κλίνης, Plat. Rep. X, 597 d; τῶν πρὸς τοὺς πολεμίους μηχανημάτων, Erfinder, Xen. Cyr. 1, 6, 38; auch μάχης, Plut. Alex. 60, mit u. ohne νόμου, Gesetzgeber, Plat. Rep. 415 b; Schöpfer, τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντός, Tim. 28 c. – Bes. der Dichter. späterer Ausdruck statt des früheren ἀοιδός, erst nach Hesiod. u. Pind. entstanden, als man schon angefangen hatte, Tonkunst u. eigentliche Dichtkunst von einander zu trennen, vgl. Wolf Proleg. p. XLII, 9; so von Homer, Her. 2, 53 u. oft bei Folgdn; vom Alcäus, Her. 5, 95; ποιητὴν ἢ λόγων συγγραφέα, Plat. Phaedr. 278 e; λόγων auch von Rednern, Euthyd. 305 b Phaedr. 234 e; übh. Schriftsteller, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποιητής — maker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιητής — ο, θηλ. ποιήτρια, ΝΜΑ, και θηλ. ποιητρίς, ίδος, Α [ποιώ] 1. ο δημιουργός ποιημάτων, αυτός που εκφράζει τα βιώματά του σε έμμετρο λόγο, με φροντισμένη γλωσσική έκφραση 2. ο δημιουργός τού κόσμου, ο θεός, ο πλάστης (α. «Πιστεύω εις ένα Θεόν...… …   Dictionary of Greek

  • ποιητής — ο θηλ. ήτρια 1. ο δημιουργός, ο κατασκευαστής: Ο ποιητής του κόσμου, ο Θεός. 2. ο λογοτέχνης που συνθέτει έμμετρα έργα, ποιήματα: Νεοέλληνες ποιητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποιητῆς — ποιητός made fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκίπης, Σωτήρης — Ποιητής (1881 1952). Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λάρισα. Το 1897 ήρθε στην Αθήνα, όπου σε ηλικία 20 ετών κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή. Το 1904 διεύθυνε μαζί με τον Αρ. Καμπάνη το περιοδικό Ακρίτας.… …   Dictionary of Greek

  • Πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… …   Dictionary of Greek

  • κέρκωψ — Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται… …   Dictionary of Greek

  • Φρύνις — Ποιητής και μουσουργός από τη Μυτιλήνη (5αι. π.χ.). Λένε πως στις 7 χορδές της κιθάρας πρόσθεσε άλλες 2. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύτηκε για τις καινοτομίες του. * * * ύνιδος, ὁ, Α όνομα κωμικού ποιητή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη] …   Dictionary of Greek

  • πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… …   Dictionary of Greek

  • Ξενόδαμος — Ποιητής και μουσικός από τα Κύθηρα. Ο Πλούταρχος τον αναφέρει σαν έναν από τους αρχηγούς της μουσικής σχολής που είχε ιδρύσει στη Σπάρτη ο Θαλής από την Κρήτη. Ο Πλούταρχος λέει επίσης ότι στην εποχή του σωζόταν ακόμα κάποια ωδή του. Μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • Πίγρης — Ποιητής από την Αλικαρνασσό. Λέγεται πως είχε γράψει τα ποιήματα Μαργίτης και Βατραχομυομαχία, που αποδίδονται στον Όμηρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”